Είμαστε οι πρώτοι έλληνες δημοσιογραφοι που πατήσαμε το δημοσιογραφικό ποδαράκι μας στο Λάντλοου, είδαμε τον τόπο της θυσίας του Λούη Τίκα, όσο ξέρω. Το ταξίδι έγινε (μαζί με το φωτογράφο Γνωμοδότη), το υλικό για το άρθρο συγκεντρώθηκε, χάρη στο αδέλφι μου, που χρόνια μου έλεγε πως πρέπει να πάμε στον τόπο αυτό, “να μαθουμε περισσότερα για τον Τίκα”, και στον αγαπητό Μιχάλη του Ιστολογίου, που τον καιρό που βγαζαμε τις διαδρομές, αναρωτιόταν Ποιός Θυμάται το Λούη Τίκα. Ύστερα, το άρθρο βρήκε σπίτι χάρη στον αγαπημένο μου φίλο, το Γιάννη – fight club- Τσαούση, που έγινε και κυριακάτικος και έντυπος με το SMS, το περιοδικό της κυριακάτικης SportDay, και μας χώρεσε δίπλα σε άλλη εκλεκτή παρέα πάλι (ευτυχείς συναντήσεις, συμπτώσεις και διαδρομές – ναι, υπάρχει Θεός!).
Τα κόκκινα τριαντάφυλλα (θα δεις) παιδευτήκαμε λίγο να τα βρούμε – μα στο τέλος, τα πήγαμε του Λούη και του είπαμε πως είναι από μας, από το Γίγα και από το Μιχάλη.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αυτή την Κυριακή, 29 Ιουνίου 2008, στο SMS της SportDay.
“Κανείς δεν άκουγε. Κανείς δε νοιαζόταν. Και ύστερα ήρθε το Λάντλοου και το έθνος άκουσε. Μωρά που ψήνονται ζωντανά βρίσκουν μια θέση στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Οι θάνατοι από πείνα και κακουχίες όχι.”
Μητέρα Τζόουνς
Το Τρινιδάδ, στα σύνορα της Γιούτας με το Νέο Μεξικό, είναι μια πόλη κοιμισμένη, άνευρη. Το τοπίο αδιάφορο, αν όχι άσχημο και η φτώχεια εμφανής. Η μικρή πόλη μοιάζει να ζωντανεύει στο τέλος του Ιουνίου, όταν υποδέχεται ένα ετερόκλητο πλήθος από όλη την Αμερική. Εργάτες, καθηγητές πανεπιστημίου, δημοσιογράφοι, έμποροι, μαζεύονται για να τιμήσουν τη μνήμη του Λούη Τίκα και των συν αυτώ μαρτύρων του αμερικάνικου εργατικού κινήματος, που έπεσαν θύματα αυτής που ονομάστηκε “Η Σφαγή του Λάντλοου” και ήταν το αποκορύφωμα των “Πολέμων των Λιγνιτωρυχείων” της περιόδου 1914- 1915.
Το όνομά του δεν ήταν Λούης Τίκας, αλλά Ηλίας Σπαντιδάκης. Το συνηθίζουν οι Ηλίες να το κάνουν “Λούι” στην Αμερική. Είχε αποβιβαστεί στην Νέα Υόρκη το Μάρτιο του 1906. Ψάχνοντας δουλειά, μετά από ένα εξάμηνο κατέληξε στο Κολοράντο. Ήταν φωτεινός άνδρας, δυνατός, με εμφανή την ακμή των 30 του χρόνων. Η γυναίκα που ο Λούης φώναζε “Μάνα” στην ξενιτιά, η θρυλική Μητέρα Τζόουνς, μίλησε για αυτή του τη λεβεντιά, είπε πως, αν συναντούσες τον “Λούη τον Έλληνα” δεν επρόκειτο ποτέ να τον ξεχάσεις. Ο Λούης αρχικά ανοίγει ένα καφενείο στο Κολοράντο ―στέκι της ελληνικής παροικίας. Σύντομα το έκλεισε και κατέβηκε προς το νότο να βρει δουλειά.
Το νότιο Κολοράντο εκείνη την εποχή περνούσε από το άγριο Ουέστ στη βιομηχανική εποχή. Έλληνες, Ιταλοί, Σλάβοι, Μεξικανοί, Κινέζοι, Γιαπωνέζοι οδηγούνταν ομαδικά στο Τρινιδάδ. Οι δουλέμποροι τους πουλούσαν υποσχέσεις για τη γη της επαγγελίας και ύστερα τους έφερναν να πεθάνουν στα ανθρακωρυχεία του Ροκφέλερ.
Τα ορυχεία, οι συνθήκες υγιεινής, ζωής και δουλειάς ήταν άθλιες. Οι ανθρώπινες ζωές δε μετρούσαν. Όσοι πατούσαν εκεί το πόδι τους, γίνονταν κτήμα της εταιρίας. Οι μικρές “πόλεις” που βρίσκονταν κοντά στα ορυχεία, ήταν και αυτές της εταιρίας ―μία ακόμη υπενθύμιση των δεσμών τους. «Ο Ροκφέλερ έβγαζε από παντού. Δεν τους πλήρωνε με κανονικά χρήματα, αλλά με δικά του, αυτά που ονομάζονταν “σκριπ”, και ήταν ένα είδος κουπόνια που μπορούσες να χρησιμοποιήσεις μόνο στα δικά του μαγαζιά, όπου οι τιμές ήταν βέβαια πολύ υψηλότερες. Σε ένα τέτοιο μαγαζί δούλευε και ο παππούς μου», λέει ο Ντέηβιντ Μέησον, που διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο Σπρινγκς. Από τους ανθρώπους που πάντα βρίσκονται παρόντες στο μνημόσυνο του Λούη, ο καθηγητής Μέισον απαθανάτισε σε ένα μοναδικό, επικών διαστάσεων ποίημα την ιστορία του “Πολέμου των Δέκα Ημερών” του Κολοράντο.
Πληγωμένος ακόμη από όσα συνέβησαν τότε, αναζητεί την ταυτότητα της Αμερικής σε γεγονότα όπως αυτά του Λάντλοου, βλέπει εκεί την ψυχή της. Μας τον συστήνει ο Φρανκ Μάνινγκ. Ο τραγουδοποιός που έγραψε το βραβευμένο φολκ τραγούδι για το Λούη Τίκα. Ο Φρανκ μας έχει υιοθετήσει. Έλληνες που έρχονται ως εδώ για να βρουν τα ίχνη του Λούη είναι δικοί του άνθρωποι, λέει. Μας πάει στο Τρινιδάδ με το αμάξι του, οδηγεί εφτά ώρες γεμάτες πήγαινε έλα. Μας βρίσκει ανθοπωλείο – ένα τριαντάφυλλο για κάθε φίλο που το ζήτησε. Φέρνει κρασί να κεραστεί ο Λούης. «Πάντα του φέρνω ελληνικό, να πιούμε παρέα».
Έρχεται τρεις τέσσερις φορές το χρόνο. Μεγάλος, και αφού έγραψε το τραγούδι, έμαθε πως ήταν το αίμα που τον τραβούσε κατά εδώ. «Δε μίλησε ποτέ ο παπούς μου για όλα αυτά. Η αλήθεια είναι ότι, δε μίλησε και για τίποτε άλλο. Ήταν λιγόλογος και ο μόνος του φίλος ήταν από τους ανθρακωρύχους. Τον πατέρα μου, όμως, τον βάφτισε Λούη. Είχε πει κάποτε ότι Λούη λέγανε το φίλο του στα ορυχεία, στο Λάντλοου όπου είχε δουλέψει. Τίποτε άλλο δεν είπε. Ξέραμε ότι είχε ζήσει εκείνα τα γεγονότα, αλλά δεν μάθαμε ποτέ την δική του εκδοχή. Πέρασαν πολλά χρόνια για να βρω, μάλλον τυχαία, ποιός ήταν αυτός ο Λούης που έγινε αιτία να βαφτίσουν έτσι τον πατέρα μου, και να καταλάβω γιατί ο παππούς μου δεν ανοίχτηκε ποτέ, δεν μίλησε ποτέ, παρά μόνον με έναν, με εκείνον που είχε ζήσει την ιστορία». Οι δυό μαζί, μας διηγούνται την άλλη ιστορία της Αμερικής.
Πολλοί από όσους έφτασαν στα ορυχεία, έρχονταν για να σπάσουν απεργίες. Άλλοι το γνώριζαν, άλλοι όχι. Κατέληγαν να έχουν την ίδια άθλια μοίρα με τους εξεγερθέντες που είχαν έρθει να αντικαταστήσουν. Η απεργία και η εξέγερση γίνονταν γρήγορα και για κείνους η μόνη διέξοδος, εκτός αν πέρναγαν από την απέναντι πλευρά, γίνονταν σκυλιά των αφεντικών. Όλα ήταν ώριμα για την ανταρσία, αλλά τίποτε δεν μπορούσε να προχωρήσει λόγω της αδυναμίας συνεννόησης: οι περισσότεροι Ανθρακωρύχοι δεν γνώριζαν αγγλικά, μιλούσαν μόνο τη γλώσσα της πατρίδας τους. Τα Συνδικάτα δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν γιατί οι κοινότητές τους ήταν μικρές, κλειστές, στηρίζονταν στην εθνότητα και τη γλώσσα. Αυτά ήταν τα φράγματα που κατάφερε να ξεπεράσει ο Λούης Τίκας. Αφού στρατεύτηκε ο ίδιος στο Συνδικάτο, γύρω στο 1910, άρχισε να μιλάει με τους ανθρακωρύχους, όχι ως κάποιος σταλμένος από κάποιο αόρατο, μακρινό σωματείο, όχι ως ο ξένος επισκέπτης, ο καλοντυμένος με τα καθαρά νύχια, αλλά σαν ένας από αυτούς, που μοιραζόταν την ίδια μοίρα.
«Είχε ακουστεί ότι ήρθε ως απεργοσπάστης, αλλά είχε ακουστεί από τους εχθρούς του. Είχε πολλούς εχθρούς και μέσα στο Συνδικάτο ο Τίκας. Tους δημιουργούσε με τις θέσεις και το χαρακτήρα του. Θεωρούσε πως όποιος δεν έχει δουλέψει στα ορυχεία, δεν είχε θέση στο Συνδικάτο. Δεν τα πήγαινε καλά με τους επαγγελματίες εργατοπατέρες», λέει ο Ντέιβιντ Μέησον. Όπως δεν τα πήγαινε καλά και με τα αφεντικά. «Αν θες τη γνώμη μου, τον κατασυκοφάντησαν για να μειώσουν την προσφορά του». Δεν έχει σημασία. Τα έσωσε το βίωμα, η λαϊκή μνήμη, οι στίχοι του Γούντυ Γκάθρυ, τώρα και του Φρανκ Μάνινγκ. Ρωτάω και ένα ακόμη το Μέησον – διάβασα κάπου πως, ο Λούης ήθελε να εξαμερικανιστεί, απόδειξη πως έκοψε το μουστάκι. Δεν το έκανε γι’ αυτό, μου λέει. Το να κόψεις το μουστάκι σου «ήταν μια έξυπνη κίνηση, στα ορυχεία: εκεί, η σκόνη από το κάρβουνο κολλούσε πάνω στο μουστάκι και ήταν πολύ πιο δύσκολο να το καθαρίσεις ύστερα». Ο Λούης ήταν καθαρός, πάντα στην τρίχα, όπως επέβαλε τότε η πρακτική των συνδικάτων. Και ακόμη ήταν ευγενικός, ένας αληθινός τζέντλεμαν, λένε όσοι επιβίωσαν και τον θυμούνταν.
Τα πράγματα είχαν φτάσει στο Αμήν, το Σεπτέμβρη του 1913. Οι Ροκφέλερ, οι Λαμόντ, όλοι οι ιδιοκτήτες των κολαστηρίων, αρνήθηκαν στα Συνδικάτα τη βελτίωση των συνθηκών των εργατών, οι οποίοι ζητούσαν οκτάωρο, δικαίωμα να πληρώνονται με κανονικά χρήματα και να τους επιτρέπεται να πάνε στην πόλη, σε αληθινά μαγαζιά να ψωνίσουν, σε αληθινά σπίτια να μείνουν, και, βεβαίως, δικαίωμα στο συνδικαλίζεσθαι. Αρκεί να δεις τα αιτήματα για να καταλάβεις τις συνθήκες, λέει ο καθηγητής Μέησον.
Η άρνηση των αφεντικών οδήγησε σε απεργία των εργατών. Εκδικούμενοι, οι ιδιοκτήτες χρησιμοποίησαν τον ιδιωτικό τους στρατό, αποτελούμενο από μισθοφόρους των Πίνκερτον, των Μπάλντουιν Φελτς και άλλους μπράβους, για να πετάξουν τους ανθρακωρύχους και τις οικογένειές τους έξω από τους καταυλισμούς και τις παράγκες της εταιρίας. Οι απεργοί, πάνω από 13.000 σύνολο, βρήκαν καταφύγιο σε σκηνές που τους διέθεσε το Συνδικάτο. Στο Λάντλοου στήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους καταυλισμούς, για πάνω από 1200 ανθρώπους. Ηγετικές φυσιογνωμίες ήταν ο Λούης και ο Τζων Λώσον. Ο Λώσον συνομιλούσε με την εργοδοσία, ο Λούης γνώριζε τα αιτήματα των εργατών, ζούσε μαζί τους, τους εμψύχωνε.
Οι εταιρίες απάντησαν φέρνοντας περισσότερους μπράβους, περισσότερα όπλα και ένα τεθωρακισμένο με τέσσερα οπλοπολυβόλα, που οι εργάτες ονόμασαν “Τραίνο του Θανάτου” (Death Special). Οι απεργοί αποφάσισαν να εξοπλιστούν. Άρχισαν αραιές ανταλλαγές πυροβολισμών. Στόχος των αφεντικών ήταν η επέμβαση της εθνοφρουράς του Κολοράντο. Είχαν βρει τον άνθρωπό τους στο πρόσωπο του υπολοχαγού Καρλ Λίντερφελτ, ο οποίος πήγε στο Λάντλοου δήθεν για να εξακριβώσει τις συνθήκες, αλλ’ αντ’ αυτού ετέθη επικεφαλής των μισθοφόρων. Ο Λίντερφελντ ήθελε τη σύγκρουση γιατί την ήθελαν οι ιδιοκτήτες, οι οποίοι πλήρωναν καλά ―ήταν ο μόνος τρόπος να κατεβάσουν ως εκεί την εθνοφρουρά και να πνίξουν την εξέγερση στο αίμα.
Οι απεργοί δεν κατάλαβαν από την αρχή το ρόλο της εθνοφρουράς. Πίστεψαν ότι μπορεί να τους βοηθούσε, να έβαζε τέλος στις συμπλοκές. Δεν γνώριζαν ότι είχε κατεβεί με εντολή να συνεργαστεί με τους ιδιωτικούς στρατούς των ιδιοκτητών ούτε ότι εκείνοι είχαν πληρώσει τα έξοδά της. Ο Ροκφέλερ εξηγούσε αργότερα ότι, δεν τον ένοιαζε πόσες ζωές θα θυσιάζονταν για να τα κρατήσει ανοικτά τα ορυχεία του, παραδεχόμενος πως μόνον ο ίδιος είχε ξοδέψει πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια για να πολεμήσει την είσοδο των συνδικάτων σε αυτά.
Η 19η Απριλίου του 1914 ήταν Πασχαλιά, η μεγαλύτερη γιορτή για τους ξεριζωμένους Έλληνες ανθρακωρύχους. Πολωνοί, Ιταλοί, Μεξικανοί και Έλληνες γιόρταζαν μαζί, με χορούς, παιχνίδια μπέιζμπολ μεταξύ ανδρών και γυναικών και ψητά αρνιά ―κλεμμένα από παραδίπλα. Η γιορτή, που συνεχίστηκε και την επομένη όπως απαιτεί το έθιμο, εκνεύρισε τους μισθοφόρους των αφεντικών. Ο Πατ Χάμροκ και ο Λίντερφελτ, οι ουσιαστικοί επικεφαλής του ιδιωτικού στρατού του Ροκφέλερ, διάλεξαν Πάσχα να σκορπίσουν το θάνατο. Ειδικά του Τίκα του τα είχαν πολλά μαζεμένα και ο Λίντερφελντ έψαχνε τρόπο να τον ξεφορτωθεί.
Νωρίς το πρωί, κάλεσαν το Λούη και του ζήτησαν να τους παραδώσει έναν απεργό. Όχι Έλληνα ―Ιταλό. Ενδεικτικό της επιρροής του Λούη και πέρα από την ελληνική κοινότητα. Ο Τίκας αρνήθηκε, αφού δεν είχαν ένταλμα. Άρχισαν οι απειλές και οι απεργοί έβγαλαν τα όπλα τους, να δείξουν ότι δεν αποδέχονται την παράδοση του συντρόφου τους. Οι μισθοφόροι του Ροκφέλερ γύρισαν στο κτίριό τους ―μόλις αυτοί ήταν ασφαλείς, άρχισαν τα οπλοπολυβόλα να κροταλίζουν, αφήνοντας νεκρούς και τραυματίες μες στις σκηνές που είχαν γίνει σουρωτήρι. Πρώτος στόχος ο καταυλισμός. Πασχαλιάτικα, πέφταν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο, βλέπαν τα παιδιά τους να σκοτώνονται, προσπαθώντας να ξεφύγουν προς τους λόφους. Η Εθνοφρουρά προέλαυνε προς τον καταυλισμό πυροβολώντας ―οι απεργοί προσπαθούσαν να τους κρατήσουν πίσω απαντώντας στα πυρά. Τα πιο πολλά γυναικόπαιδα κατάφεραν να ξεφύγουν μακριά από την Εθνοφρουρά χάρη σε ένα περαστικό τρένο, που χώρισε για λίγη ώρα τα δύο στρατόπεδα. Όμως, κάποιες οικογένειες είχαν καθηλωθεί από τους πυροβολισμούς και τα οπλοπολυβόλα. Κατέφυγαν σε ορύγματα και κελάρια που είχαν σκάψει όταν εμφανίστηκε ο “Θάνατος” στον καταυλισμό. Δυο μητέρες και ένδεκα παιδιά πέθαναν από ασφυξία σε ένα από αυτά τα κελάρια ―ανάμεσα τους η γυναίκα και τα παιδιά του Τσάρλυ Κόστα, που δολοφονήθηκε και εκείνος μόλις η Εθνοφρουρά μπήκε στον καταυλισμό.
«Ο Λούης Τίκας δέχθηκε καταιγισμό πυρών, την ώρα που προσπαθούσε να οδηγήσει τα γυναικόπαιδα σε μέρος ασφαλές», θα γράψει, στα απομνημονεύματά της, η Μητέρα Τζόουνς. Δεν ήταν ακριβώς έτσι. Όντως, ο Λούης προσπάθησε να βοηθήσει όσους μπορούσε. Βγήκε ζωντανός από τη μάχη, παραμένοντας από τους τελευταίους στον καταυλισμό, εμψυχώνοντας, προσπαθώντας να γλιτώσει όσους γινόταν. Όταν η εθνοφρουρά μπήκε μέσα και παρέδωσε τις σκηνές στις φλόγες, τον πιάσαν ζωντανό. Τον παρέδωσαν στον υπολοχαγό Λίντερφελτ. Τον υποχρεώσαν να γονατίσει. Ο Λίντερφελτ του έσπασε το κρανίο με τον υποκόπανο του όπλου του. Μετά, τον πυροβόλησαν πισώπλατα. Άφησαν την σορό του επί τρεις μέρες μες στον ήλιο, σε σημείο που να φαίνεται από τα περαστικά τρένα. Δίπλα οι σοροί δύο ακόμη μελών του Συνδικάτου. Ο Λίντερφελντ δέχθηκε να τους “αποσύρει” μόνο μετά από επίμονα παράπονα της εταιρίας σιδηροδρόμων.
Μετά την σφαγή του Λάντλοου, οι υπόλοιποι απεργοί του νότιου Κολοράντο, εξοργισμένοι, παίρνουν το νόμο στα χέρια τους. Επιδίδονται σε καταστροφές, πυρκαγιές και ανατινάξεις, κρατώντας την περιοχή επί δεκαήμερο, έως ότου φθάνουν ομοσπονδιακοί στρατιώτες και η απεργία καταλύεται. Ο Ροκφέλερ έχει νικήσει, αλλά δύσκολα μπορεί να πανηγυρίσει την νίκη του: όχι τόσο επειδή αναγκάζεται να αναγνωρίσει το συνδικάτο και να δώσει κάποιες στοιχειώδεις παροχές στους ανθρακωρύχος, όσο επειδή η δημόσια κατακραυγή για την σφαγή στιγμάτισε το όνομα του και τις επιχειρήσεις του για πολύ καιρό.

αναδημοσίευση από

Λουης (Λουι) Τικας – το ρεπορταζ