Ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ερνέστ Εμπράρ, σχεδίασε την πλατεία Αριστοτέλους το 1917, αμέσως μετά την μεγάλη πυρκαγιά που αποτέφρωσε το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τα σχέδια του Εμπράρ, η πλατεία -που θα ονομαζόταν Πλατεία Μεγάλου Αλεξάνδρου- θα είχε ένα μεγάλο άγαλμα του Αλέξανδρου στο κέντρο της και θα κατέληγε βόρεια στην Εγνατία, όπου θα χτιζόταν ένα επιβλητικό Δικαστικό Μέγαρο.
Προεπισκόπηση
«O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό…». Γκαίτε
Η Φωτό Μου

Καθημερινά... με τον Πάνο Αϊβαλή // Επικοινωνία στο email: kepeme@gmail.com

«Πολιτεία που δεν έχει σαν βάση της την παιδεία, είναι οικοδομή πάνω στην άμμο».

Αδαμάντιος Κοραής (1748 – 1833)

γιατρός και φιλόλογος, από τους πρωτεργάτες του νεοελληνικού διαφωτισμού.
SOSτε... την Χαλκιδική από την καταστροφή στις Σκουριές...
............................................... Άνθρωποι και Φύση πάνω από τα κέρδη

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Η Sonoko Fujii πρέσβειρα πολιτισμού του Ιαπωνικού Origami στην Ελλάδα

SONOKO FUGII   ORIGAMI Artist  ORIGAMI Master
                                           (Nippon Origami Association)
ΕΡΓΑ ORIGAMI ΤΗΣ SONOKO FUGII  ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ   - ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΦΛΟΓΑ - ΒΑΡΚΑ   (2004 Ολυμπιακοι Αγώνες Αθήνας)   ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΛΟ  (Στεφάνια Ελιάς) - ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΟΛΥΜΠΙΑΣ

Η Sonoko Fujii  πρέσβειρα πολιτισμού του Ιαπωνικού Origami στην Ελλάδα είναι η πρώτη διδάξασα την τεχνική της χαρτοδιπλωτικής στην χώρα μας  και συνεχίζει έως και σήμερα να δίνει τις γνώσεις της στους έλληνες που θέλουν να την γνωρίσουν.
Η ίδια με την άνεση να δημιουργεί πολλά σχέδια Origami έχει δώσει την ευκαιρία σε πολλούς έλληνες μικρούς και μεγάλους να μπούν στην πνευματική διαδικασία αυτής της δημιουργίας. Από το 1991 επισκέπτεται διάφορες πόλεις της Ελλάδας και με την φροντίδα της Ιαπωνικής Πρεσβείας στην Αθήνα τα διδακτικά της δρώμενα γίνονται εμπειρία νέων δημιουργιών του Origami  γεφυρώνει τους δυο πολιτισμούς  Ελλάδος – Ιαπωνίας.

 ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ - ΗΛΙΑΚΟ ΑΝΑΜΑ ΤΗΣ ΦΛΟΓΑΣ - ΚΛΑΔΙΑ ΕΛΙΑΣ
Στο Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο Βορείου Ελλάδος βίωσα την παρουσίαση από την ίδια της δουλειάς της  και η εμπειρία του σεμιναρίου  εξαιρετική με πολύ ενδιαφέρον
Τον Οκτώβριο του 2014 με την ευκαιρία του εορτασμού των Ολυμπιακών αγώνων  του Τόκιο  (1964-2014) μεταξύ άλλων εκδηλώσεων η master Sonoko Fugii έκανε έκθεση Origami στην Ιαπωνική Πρεσβεία στην Αθήνα .Τα έργα της με ιδιαίτερη πνοή και αναφορά στο πνεύμα των Ολυμπιακών αγώνων έγιναν γνωστά στο κοινό της Αθήνας και όχι μόνο.


Ο ΠΡΕΣΒΗΣ ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ κος. MASUO  ΝΙΣΗΙBAYASHI  ΚΑΙ Η ΣΟNΟΚΟ FUGII


Η SONOKO FUGII  KAI  ΜΑΘΗΤΕΣ ΛΥΚΕΙΟΥ  ΣΕ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ORIGAMI 

Ένα εξαιρετικό πάντρεμα τέχνης και πολιτισμού αποτελούν οι δημιουργίες της καλλιτέχνιδας  για την προσέγγιση των δυο λαών.
Η master Sonoko Fugii ζει στο Τόκιο και έχει εργασθεί σε Ιαπωνικό Τηλεοπτικό Σταθμό στο τμήμα καλλιτεχνικού σχεδιασμού.Εως και σήμερα διδάσκει Origami με την προσωπική της κάθε φορά έμπνευση για νέες, μοναδικές και πρωτότυπες δημιουργίες.
Μάγδα Μυστικού – Καραγιαννιώτου
Εικαστικός Συντάκτης
Δημοσιογράφος ΕΔΣΤΕ - FIGET
http://edstellados.blogspot.gr/

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

"Όχι" στις αυξήσεις του ΟΑΣΘ

   ΚΟΙΝΩΝΙΑ    

Θεσσαλονίκη
Με σύνθημα «η πρόσβαση σε δημόσιες και ποιοτικές μεταφορές είναι δικαίωμα όλων» ο Συντονισμός πολιτών και συλλογικοτήτων ενάντια στις αυξήσεις του ΟΑΣΘ διοργανώνει το προσεχές διάστημα δράσεις  με στόχο τη μαζικοποίηση του κινήματος ενάντια στις αυξήσεις στα εισιτήρια των αστικών λεωφορείων και την αδιαφανή λειτουργία του ιδιωτικού πλην όμως αδρά χρηματοδοτούμενου από το κράτος Οργανισμού.
Πέρα από τις σταθερές δράσεις, όπως η διαμαρτυρία κάθε Σάββατο στο άγαλμα Βενιζέλου και οι παρεμβάσεις για τη διαγραφή προστίμων σε ανέργους, την  ερχόμενη Τετάρτη (19/9) ο Συντονισμός διοργανώνει, στις 6.30 το απόγευμα ανοιχτή εκδήλωση στο δημαρχείο Θεσσαλονίκης για το θέμα του ΟΑΣΘ και τις αυξήσεις στα εισιτήρια, ενώ το Σάββατο (22.9) θα πραγματοποιηθεί μεγάλο συλλαλητήριο, στις 12.00 το μεσημέρι, στο άγαλμα Βενιζέλου στην Αριστοτέλους με βασικά συνθήματα - αιτήματα "Όχι στις αυξήσεις των εισιτηρίων", "Δωρεάν μετακινήσεις ανέργων, φοιτητών, μαθητών, ευπαθών ομάδων" και "Δημόσιο και ποιοτικό φορέα μαζικών μεταφορών".

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Η Θεσσαλονίκη… αποχαιρέτησε τον Εμμανουήλ Κριαρά



H Θεσσαλονίκη ήταν η πόλη που επέλεξε να ζήσει τη ζωή του από το 1950 μέχρι το θάνατό του ο καθηγητής και φιλόλογος Εμμανουήλ Κριαράς. Η πόλη αποχαιρέτησε την Τρίτη τον μεγάλο δάσκαλο στη νεκρώσιμη ακολουθία που έγινε στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας.
Ο Εμμανουήλ Κριαράς πέθανε σε ηλικία 108 ετών από ανακοπή καρδιάς την περασμένη Παρασκευή.
«Φεύγοντας» από την Θεσσαλονίκη, ο Κρητικός στην καταγωγή καθηγητής θα ενταφιασθεί στην πατρίδα του την Κρήτη, όπως ο ίδιος επιθυμούσε.
Πλήθος κόσμου αποχαιρέτησε στη Θεσσαλονίκη τον Εμμανουήλ Κριαρά.
____________________
reporter on 26.08.2014

πλήρης ημερών, σεβασμού, αναγνώρισης

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Οι εξετάσεις με τα μάτια των υποψηφίων! - Από την εκπομπή “με γνώση και μεράκι”

Από την τηλεόραση  4Ε αυτή την Δευτέρα 16 Ιουνίου στις 13:20



Η εκπομπή “με γνώση και μεράκι” πίνει έναν καφέ με μαθητές Α, Β και Γ λυκείου καθώς και με φοιτητές. Προσπαθώντας να σχολιάσουμε , να αναλύσουμε το σύστημα των εξετάσεων μιλώντας με τους πρωταγωνιστές!
Με ένα μικρό κάλεσα μέσω facebook συγκεντρώθηκαν παιδιά από διάφορες περιοχές . 
Τι γνώμη έχουν οι ίδιοι οι μαθητές για την τράπεζα θεμάτων της Α΄Λυκείου; 
Πόσο αγχώνονται οι μαθητές της δευτέρας τάξης για τις πανελλαδικές στις οποίες θα κληθούν να εξεταστούν του χρόνου;


Πως έγραψαν τα παιδιά της Γ ΄τάξης; Ποιές είναι οι αλλαγές που θα πρότειναν τα παιδιά; 
Πως βιώνουν πλέον οι περσινοί υποψήφιοι την φοιτητική τους ζωή; 
Αυτά και άλλα πολλά στην εκπομπή “με γνώση και μεράκι” της τηλεόρασης 4Ε αυτή την Παρασκευή 13 Ιουνίου στις 20:20. 
Σε επανάληψη την Δευτέρα 16 Ιουνίου στις 13:20. Την ίδια ώρα και μέσω ΟΤΕ tv αλλά και διαδικτυακά . Κοντά στην Ομογένεια δορυφορικά και στις πέντε ηπείρους! 

Ευχαριστούμε το καφέ ΜΙΚΕΛ (Εγνατίας 134) για την παραχώρηση του χώρου αλλά και για τα ροφήματα.

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑΣ ΛΙΑΓΚΟΥ ΣΤΗΝ ΓΚΑΛΕΡΙ TSATSIS PROJECTS ART FORUM



Στην  Γκαλερί  Tsatsis  Projects  Artforum  εκθέτει  με ατομική  της έκθεση η καλλιτέχνης Εμμανουέλα  Λιάγκου εμπνευσμένη από το φωτεινό  πνεύμα του Λευκαδίου  Χέρν.
Τα έργα  έχουν πολυσύνθετη σχεδιαστική ευχέρεια με χρώμα και  αναφορές της παραδοσιακής  ζωγραφικής  του Ουταμάρο  ενώ  υπεισέρχεται  η  Art   Nouveau  και  παντρεύει  το  παρελθόν με το σύγχρονο.
Η χρωματική ευαισθησία  ακουμπά την πολλαπλότητα των  επί  μέρους  ζωγραφικών στοιχείων  και  εκμαιεύει  Ιαπωνική αισθητική κουλτούρα με την παράλληλη γραφή της δημιουργού   για την εξελικτική   πορεία  της τέχνης  στην  Δύση.

Η έκθεση  αυτή  αποτελεί  έναν ακόμη  συνδετικό  κρίκο  για  την ανάγκη να  κρατήσουμε ανοικτές  πόρτες   στο  πνεύμα  της  πολιτισμικής  ανάπτυξης και  εξέλιξης  των λαών .
H  Γκαλερί  TSATSIS  PROGECTS  ARTFORUM   θα παρουσιάζει  την έκθεση εως  15 Ιουνίου 2014   τις ώρες    11-2   και  6-8  κάθε μέρα εκτός Σαββάτου  που λειτουργεί    11-2 


TSATSIS PROJECTS / ARTFORUM
113  Tsimiski str. / Thessaloniki / 54622 /Greece
tel. 0030.2310.257552, mob. 0030.6946.907708

 

Μάγδα Μυστικού-Καραγιαννιώτου
Δημοσιογράφος – ΕΔΣΤΕ
Εικαστικός συντάκτης

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Δέσποινα Χαραλαμπίδου: Συνεχίζουν να αρνούνται τον διάλογο



Οι κ.κ. Τζιτζικώστας και Ιωαννίδης συνεχίζουν να αποφεύγουν τον διάλογο, τονίζει, σε δήλωσή της, η υποψήφια περιφερειάρχης Κ.Μακεδονίας, Δέσποινα Χαραλαμπίδου.
Όπως σημειώνει, «έχουν ήδη περάσει 26 μέρες από τις 14 Απριλίου που καλέσαμε τους υποψηφίους Περιφερειάρχες Κεντρικής Μακεδονίας σε ζωντανό διάλογο. Σήμερα μόλις 8 μέρες πριν από τις εκλογές της 18ης Μαΐου, οι κύριοι Τζιτζικώστας και Ιωαννίδης συνεχίζουν να αποφεύγουν την ζωντανή αντιπαράθεση θέσεων, κρυπτόμενοι πίσω από εκπομπές με συνεντεύξεις πορτραίτα».
«Τους καλούμε έστω και τώρα, να ανταποκριθούν στην πρόσκληση για διάλογο με όλους τους υποψηφίους εκτός από τους εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής», τονίζει.

- δείτε: http://arouraios.gr/2014/05/charalampidou-sunechizoun-na-arnountai-ton-dialogo/#sthash.6XkJFiCG.dpuf

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Τιμή στον Γιόχαν Γιάκομπ Μέγιερ που δημιούργησε τα «Ελληνικά Χρονικά» στο Μεσσολόγγι

   ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ    
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Εκδήλωση μνήμης και τιμής προς τον Ελβετό φιλέλληνα Γιόχαν Γιάκομπ Μέγιερ (Johann Jakob Meyer), πατέρα της νεοελληνικής δημοσιογραφίας, που πρόσφερε στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα της Ελλάδας, πραγματοποιήθηκε στη γενέτειρά του, το Schofflisdorf, παρουσία των τοπικών Αρχών και του Έλληνα πρέσβη στην Ελβετία, Χαράλαμπου Μάνεση. Εκπροσωπώντας την ελληνική κυβέρνηση, ο κ. Μάνεσης απηύθυνε χαιρετισμό, στο οποίο, μεταξύ άλλων, ανέφερε: «...ορισμένα πράγματα οφείλουμε να τα μαθαίνουμε, τόσο εμείς, όσο και τα παιδιά μας. [...]. Για τον λόγο αυτόν επιθυμούμε να γίνει ευρύτερα γνωστή αυτή η σχέση και να υπάρξει εμβάθυνση της συνεργασίας». Ο Έλληνας πρέσβης, εξάλλου, πρότεινε ως ιδέα την ίδρυση βιβλιοθήκης, με ελληνικά βιβλία, στο Schofflisdorf.
Ο Johann Jakob Meyer, ενθουσιώδης φιλέλληνας, ήρθε στην Ελλάδα μόλις ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, όπου προσέφερε τις υπηρεσίες του ως γιατρός στο τοπικό νοσοκομείο. Το βράδυ της εξόδου (10 Απριλίου 1826) σκοτώθηκε μαζί με τη Μεσολογγίτισσα σύζυγό του και τα δύο παιδιά του. Θεωρείται πατέρας της νεοελληνικής δημοσιογραφίας. Από την 1η Ιανουαρίου 1824 έως τις 20 Φεβρουαρίου 1826 εξέδιδε στο Μεσολόγγι την εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά», γραμμένη σε εύληπτη γλώσσα και με πνεύμα φιλελεύθερο και ανεξάρτητο, τόσο που σε κάποιες περιπτώσεις οδηγήθηκε σε σύγκρουση με την πολιτική ηγεσία.
 Εξαιρετικά πολύτιμα θεωρούνται τα «Ελληνικά Χρονικά» για τις λεπτομερείς πληροφορίες, που περιέχουν σχετικά με την πολιορκία του Μεσολογγίου. Η ιστορική, δε, σχέση και η φιλία των πόλεων Μεσολογγίου και Schofflisdorf επισφραγίστηκε και μέσω της αδελφοποίησής τους, πριν από 23 χρόνια. Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν ακόμη ο επικεφαλής της ελληνο-ορθόδοξης εκκλησίας Ζυρίχης, ο επίτιμο Έλληνας πρόξενος Ζυρίχης, ο πρόεδρος της τοπικής ελληνικής κοινότητας, εκπρόσωποι άλλων ελληνικών κοινοτήτων και πολύς κόσμος.
_____________

Πανελλήνιος Μαθητικός Διαγωνισμός με θέμα τους ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ - από το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ


Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Άρχισαν τα όργανα για την Ryanair! Διαβάστε την ΠΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ενός επιβάτη!

 ΕΙΔΗΣΕΙΣ, ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ 

Θα πάω την Κυριακή, θα γυρίσω τη Δευτέρα. Κλείνω το εισιτήριο μόλις πέντε μέρες πριν: Θεσσαλονίκη - Ρώμη, 118 ευρώ με τη RyanAir. Δεν ακούγεται καθόλου άσχημο.


Μόνο που κάπου εδώ, τελειώνει το θετικό μέρος του ρεπορτάζ. Ξεκινώ να κλείσω το εισιτήριο και αρχίζουν οι μικρές, πικρές χρεώσεις.
Θες να πληρώσεις με πιστωτική κάρτα αντί για χρεωστική; Τρία ευρώ πάνω. Θες να διαλέξεις από πριν πού θα κάθεσαι; 15 ευρώ για κάθε πτήση. Θες να σου στείλουν γραπτό μήνυμα με τα στοιχεία της πτήσης; 2 ευρώ ακόμα. Θες να επιβιβαστείς με το πρώτο γκρουπ επιβατών στο αεροπλάνο; 14 ευρώ έξτρα.
Και μετά, αρχίζουν τα τριψήφια: αν έχεις μαζί σάκο με ρακέτες του τένις, τσάντα του γκολφ ή εξοπλισμό για σκέιτμπορντ, 100 ευρώ. Μουσικό όργανο; Αλλα 100 ευρώ. Μπότες του σκι; 100 ευρώ ακόμα. Το καθισματάκι του μωρού για αυτοκίνητο; 20 ευρώ.
Η RyanAir μπορεί να είναι διάσημη για τα φθηνά της εισιτήρια σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά είναι επίσης διάσημη για τις κρυφές χρεώσεις της – αν, ας πούμε, ξεχάσεις να τυπώσεις το εισιτήριό σου από το σπίτι και πας στο γκισέ του αεροδρομίου χωρίς αυτό, θα σε χρεώσουν μέχρι και 100 ευρώ έξτρα!

Στην πραγματικότητα, τη στιγμή που αποφασίζεις να ταξιδέψεις με τη RyanAir αρχίζουν οι εκπλήξεις. Και δεν τελειώνουν μέχρι να κατέβεις από το αεροπλάνο.

Στο τρίτο «κλικ» του ποντικιού διαπιστώνω πως η βαλίτσα μου δεν συμπεριλαμβάνεται στην τιμή εισιτηρίου. Μπορώ να πάρω μαζί μου μόνο μία τσάντα στην καμπίνα επιβατών, μέχρι 10 κιλά. Το επόμενο «κλικ» είναι ακόμη πιο διαφωτιστικό: αν θέλω κανονική βαλίτσα, θα πρέπει να πληρώσω 40 ευρώ επιπλέον! Αποφασίζω να ταξιδέψω χωρίς βαλίτσα, αλλά στο επόμενο «κλικ» το παζάρι συνεχίζεται.

Τώρα αρχίζουν οι παράξενες προσφορές:

Θες να μιλάς στο κινητό όσο είσαι στον αέρα; RyanAir Talk, με οκτώ ευρώ την ώρα. Θες να βγάλεις από τώρα εισιτήριο από το αεροδρόμιο για το κέντρο της Ρώμης; 4 ευρώ. Θες να κάνεις το τουρ της Ρώμης όταν φτάσεις; 25 ευρώ. Θες να αγοράσεις βαλίτσα ή τσάντα ή σακίδιο; Από 40 έως 100 ευρώ. Θες να νοικιάσεις αυτοκίνητο; 50 ευρώ τη μέρα.

Κάθε πάτημα στο «continue» σε βγάζει και σε μια καινούργια σελίδα, που κάτι θέλει να σου πουλήσει. Εχω φτάσει στην πέμπτη σελίδα κι ακόμα δεν έχω υποκύψει σε κανένα πειρασμό. Και τότε, εμφανίζεται η λοταρία: «Παίξε με τη RyanAir για να κερδίσεις το ταξίδι σου και 15 λίρες βάουτσερ δώρο». Στο «θες να παίξεις;» πατάω «ναι». Και με την άκρη του ματιού μου βλέπω στην τιμή του εισιτηρίου δίπλα να προστίθενται «2 ευρώ χρέωση για παιχνίδι»!

Μου παίρνει περίπου δέκα λεπτά απανωτών «κλικ» για να φτάσω στη σελίδα όπου τελικά θα κλείσω το εισιτήριο, αλλά σκέφτομαι την τιμή - ευκαιρία των 118 ευρώ και κάνω υπομονή. Επιτέλους, κάποτε φτάνω στο τέλος. Πατάω το «Pay now», περιμένω όλο ανυπομονησία... και το σύστημα με πετάει έξω! «Sorry», μου γράφει, «έχουμε κάποια προβλήματα με την ιστοσελίδα μας». «Η κράτησή σας έχει κλειδωθεί».

Μισή ώρα μετά, που το σύστημα ξεμπλοκάρει, διαπιστώνω πως ακόμη δεν έχω κάνει κράτηση. Πως πρέπει να ξανακάνω, δηλαδή, όλη τη διαδικασία απ' την αρχή. Και ακόμη δεν έχω καν δει το αεροπλάνο...

Οποιος μπει πρώτος κάθεται εκεί που θέλει

Αεροδρόμιο Μακεδονία. «Είστε για Ρώμη;». Γνέφω στην υπάλληλο της RyanAir. Τσεκάρει το εισιτήριο που έχω τυπώσει απ' το σπίτι. «Ωραία, καθήστε εκεί μέχρι να ανοίξει η πύλη», λέει δείχνοντας ένα περιφραγμένο χώρο μπροστά στην πόρτα που βγάζει στον αεροδιάδρομο. Τη ρωτάω πότε θα μου δώσει τον αριθμό της θέσης μου στο αεροπλάνο. «Δεν θα έχετε συγκεκριμένη θέση», μου εξηγεί ευγενικά. «Αλλά αν θέλετε να διαλέξετε μια καλή θέση, να καθήσετε τώρα κοντά στην πύλη, ώστε μόλις ανοίξει, να τρέξετε για να προλάβετε». Για μια στιγμή νομίζω πως η υπάλληλος μου κάνει πλάκα. Μόνο που δεν γελάει. Κοιτώντας λοξά μήπως και χαμογελάσει ξαφνικά που με ξεγέλασε, πάω κοντά στην πύλη. Γύρω μου σιγά σιγά μαζεύεται το τσούρμο των επιβατών. Ολοι όρθιοι, σπρώχνουν ποιος θα κολλήσει πιο κοντά προς την πόρτα. Υστερα από πέντε λεπτά σ' αυτήν την κατάσταση, αρχίζω να σκέφτομαι πως η υπάλληλος δεν έκανε πλάκα.

Σιγουρεύομαι εντελώς τη στιγμή που ανοίγει η πύλη και νιώθω να με σπρώχνουν πενήντα άλλοι επιβάτες προς τα έξω. «Μα τι με κάνεις;» ακούω τον Θεσσαλονικιό δίπλα μου να λέει. Το σακίδιο της μπροστινής έχει χωθεί στο πλευρό του. Σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον περνάμε σαν αέρας το τελευταίο τσεκ και τρέχοντας πια, κατεβαίνουμε τα σκαλιά προς το λεωφορειάκι. Νιώθω πως αν σκοντάψω, οι πίσω θα με τσαλαπατήσουν. Ενα μικρό άλμα, και κολλάω στις πλάτες των άλλων στο λεωφορείο. Ετσι παστωμένοι ξεκινάμε για το αεροπλάνο. «Ελένη, άμα μπεις πρώτη να πιάσεις θέση», ακούω τη γυναίκα δίπλα μου. «Εννοια σου, θα τρέξω σαν τον άνεμο!», απαντάει η κόρη της.

Ξαφνικά, το λεωφορείο φρενάρει. Μέσα από το τζάμι πίσω από τα σώματα, βλέπω το αεροπλάνο. Οι πόρτες ανοίγουν. «Πάμε! Πάμε! Πάμε!», ακούω πίσω μου. Ολοι μαζί πεταγόμαστε έξω και τρέχουμε. Είναι σαν την απόβαση στη Νορμανδία, αλλά με βαλίτσες αντί για όπλα. Οι γέροι και οι χοντροί μένουν πίσω – αλλά όπως θα μάθω σύντομα, οι παχύσαρκοι αντιμετωπίζονται περίπου όπως η πανούκλα στις πτήσεις της RyanAir. Προς το παρόν, τρέχω στη σκάλα του αεροπλάνου και ορμάω σε μια τριάδα θέσεων να πιάσω το παράθυρο. Νιώθω μιαν αλλόκοτη ευτυχία που τα κατάφερα. Συνέρχομαι μόνο όταν βλέπω μια Ιταλίδα να χορεύει που πρόλαβε να καπαρώσει το κάθισμα στην έξοδο κινδύνου.

Ενας 18άρης Γερμανός έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Είναι πολύ αδύνατος, αλλά οι θέσεις είναι τόσο στενές, που αναγκαστικά κολλάει επάνω μου. Το μπλουζάκι μου μυρίζει ήδη γερμανικό αντηλιακό, το αεροπλάνο πια έχει γεμίσει ασφυκτικά, έχει ζέστη και πιτσιρικάδες και μπαγκάζια παντού. Είναι περίπου σαν το ΚΤΕΛ της Σαντορίνης τον Δεκαπενταύγουστο, μόνο που αυτό εδώ όπου να 'ναι θα πετάξει.

Στον διάδρομο έχουν ξεμείνει εννέα όρθιοι, χωρίς θέση. «Φουλ;», ρωτάει ο μπρος αεροσυνοδός την πίσω. «Φουλ!», απαντάει εκείνη. Ο αεροσυνοδός μαζεύει τους εννέα και ξεκινάει διανομή. Περπατάει αργά και όπου βλέπει άδεια θέση, «You!», λέει και δείχνει έναν απ' τους όρθιους. «Sit there!». Τον τρίτο στη σειρά, έναν εύσωμο νεαρό, δεν τον θέλει κανείς. «Γιατί σε μένα ο χοντρός;», κάνει ο Ελληνας που του κλήρωσε να κάτσει αριστερά του. Ο νεοφερμένος δεν καταλαβαίνει λέξη, αλλά έχει τον δικό του πόνο: ξεχειλίζει από το κάθισμα, τα μπράτσα της καρέκλας χώνονται στα πλευρά του. Ο τρίτος της τριάδας το φιλοσοφεί. «Ε, ας στριμωχτούμε», λέει όπως είναι σχεδόν κολλημένος στο τζάμι. «Και τι έγινε; Δεκαπέντε ευρώ πληρώσαμε το εισιτήριο».

Το βασανιστήριο με το σιδερένιο κουτί

Στο Ciampino, το δεύτερο αεροδρόμιο της Ρώμης, είναι σαν να μην υπάρχει άλλη αεροπορική εταιρεία. Εμείς στο γκισέ Α10, πετάμε με RyanAir για Θεσσαλονίκη, απέναντι ξεκινάει μια τεράστια ουρά που στριφογυρίζει σε όλη την αίθουσα αναμονής για να καταλήξει στο γκισέ για Γκέτεμποργκ και στο βάθος ήδη ετοιμάζεται για ταξίδι το τσούρμο για Αϊντχόβεν. Αυτοί οι επιβάτες της RyanAir είναι και οι πιο άτυχοι. Η υπάλληλος τους βάζει έναν έναν να χώνουν την τσάντα τους στο ειδικό σιδερένιο κουτί, να της αποδείξουν πως χωράει. «Επεσαν στη στρίγγλα», κάνει ο νεαρός δίπλα μου, ο Γιώργος, που έχει ξαναπετάξει με RyanΑir. Τον κοιτάζω με απορία. «Οι υπάλληλοι μόνο αν θέλουν σε ελέγχουν», λέει. «Αν θέλουν, μπορούν και να σου ζυγίσουν τη βαλίτσα». Ο νεαρός λέει πως το χειρότερο απ' όλα «είναι να σου βγάλουν το χάρτινο κουτί. Εκεί δεν μπορείς να τη στριμώξεις τη βαλίτσα. Αν πας να τη βάλεις μέσα κι αυτό σκιστεί, πληρώνεις επί τόπου. Εκατό ευρώ ακόμα!». Αλλά βέβαια, μπορεί και να μη σου ζητήσουν τίποτε απ' όλ' αυτά. «Να, κοίτα εκεί», κάνει ο Γιώργος. Μου δείχνει την ουρά της RyanAir για Ντίσελντορφ. Μεγάλες και μικρές χειραποσκευές περνούν χωρίς κανέναν έλεγχο. Η υπάλληλος σταματάει μόνο μια γυναίκα με τρεις τσάντες. Οι υπόλοιποι επιβάτες την χαζεύουν όπως έχει πέσει στο πάτωμα και παλεύει να χωρέσει όλα της τα πράγματα σε μία τσάντα. «Και να τα καταφέρει, θα φρακάρει μετά η τσάντα της στο σιδερένιο κουτί», λέει ο Γιώργος. «Το οποίο είναι δύο πόντους πιο στενό από το αντίστοιχο της Ολυμπιακής. Για να πουλάει η RyanAir τις δικές της βαλίτσες, που είναι στο σωστό μέγεθος». «Τι γίνεται αν η τσάντα σου δεν χωράει;», τον ρωτάω. «Ο,τι γίνεται κάθε φορά που σε πιάνει λάθος η RyanAir: πληρώνεις», λέει ο Γιώργος. «Φθηνά εισιτήρια, πανάκριβα πρόστιμα». Στο αεροδρόμιο του Λονδίνου, λέει, είδε και ζυγαριές της RyanAir με… κερματοδέκτη: όποιος επιβάτης ήθελε να ξέρει αν είναι η βαλίτσα του υπέρβαρη πριν φτάσει στο γκισέ, έπρεπε να πληρώσει μισή λίρα για να τη ζυγίσει!

Αναρωτιέμαι τι απ' όλ' αυτά περιμένει τη δική μας πτήση. Είμαστε ήδη όρθιοι στην ουρά είκοσι λεπτά όταν, επιτέλους, έρχεται το προσωπικό να ανοίξει την πύλη. Πρώτοι περνούν οι τρεις νεαροί που έχουν κάνει priority booking – δηλαδή με 10 ευρώ παραπάνω, δικαιούνται να μπουν πρώτοι στο αεροπλάνο και να διαλέξουν όποια θέση τους αρέσει. Ο πρώτος περνάει γελαστός, ο δεύτερος το ίδιο, ο τρίτος όμως ακούει το «Just a moment, sir!». Ο υπάλληλος παίρνει την τσάντα του, που μοιάζει έτοιμη να εκραγεί απ' τα πολλά ρούχα. Την πάει στο σιδερένιο κουτί. Ο νεαρός σηκώνει την τσάντα και προσπαθεί να τη βάλει ανάμεσα στα σίδερα. Βλέπω τον υπάλληλο που τον κοιτάζει με ύφος ματαιότητας. Ο νεαρός όμως επιμένει, τώρα χτυπάει με μανία την τσάντα του να χωθεί στο κουτί. Και ξαφνικά, το σίδερο υποχωρεί και η τσάντα γλιστράει μέσα ολόκληρη. «Ναιαιαι!», φωνάζει ο νεαρός και σηκώνει τα χέρια στον αέρα. Γυρίζει προς την ουρά των Ελλήνων. «Greece - Italy, one - zero!», φωνάζει δυνατά. Ο φίλος του, δυο μέτρα πιο 'κει, κάνει αυθόρμητα σήμα να χειροκροτήσουμε. Οι επιβάτες γελώντας αρχίζουν τα παλαμάκια. Ο νεαρός με την τσάντα υποκλίνεται και μετά φεύγει για το αεροπλάνο καταχειροκροτούμενος. Πίσω του ο υπάλληλος της RyanAir πρέπει να έχει τρομάξει. Γιατί δεν τσεκάρει ούτε ζυγίζει καμία άλλη βαλίτσα της επαναστατημένης πτήσης μας.


Φόρεσαν... τις αποσκευές τους

«Τώρα φάτε τη σκόνη μας!». Είμαστε οι τυχεροί που κατάφεραν να μπουν στο πρώτο λεωφορείο προς το αεροπλάνο. Ο νεαρός δίπλα μου χοροπηδάει. Με το που κλείνουν οι πόρτες, κάνει απ' το τζάμι χειρονομίες στους φίλους του που έμειναν πίσω, στον αεροδιάδρομο, να περιμένουν το δεύτερο λεωφορείο. «Κορόιδααα!», φωνάζει. Αυτό είναι κάτι που μαθαίνεις μετά την πρωτη πτήση με RyanAir: όποιος μπορέσει να μπει στο πρώτο λεωφορείο για το αεροπλάνο, διαλέγει πρώτος θέση, πράγμα που θεωρείται πολύ μεγάλη υπόθεση στις στριμωγμένες πτήσεις αυτής της εταιρείας.

Το λεωφορείο ξεκινάει. «Τώρα είμαστε πασάδες!», ακούω μια κυρία πίσω μου να λέει. «Ναι, και μοιάζουμε και με πασάδες!», της απαντάει η φίλη της. Γυρίζω να δω... και πράγματι, η γυναίκα παρουσιάζει ομοιότητα με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Φοράει δύο μαντίλια στον λαιμό, ένα πουλόβερ, ένα φούτερ, ένα δερμάτινο παλτό κι από πάνω μια ροζ ζακέτα. «Ζεσταίνομαι, όμως…», λέει στη φίλη της. «Κουράγιο, θα γδυθούμε στο αεροπλάνο», της απαντάει εκείνη. Η φίλη της είναι περίπου πενήντα ετών και έχει τυλιχτεί με ένα πουκάμισο, ένα τζάκετ, μια γούνινη ζακέτα, ένα μεταξωτό γιλέκο κι ένα χρυσό φουλάρι. Οι δύο γυναίκες δίνουν σαφή απάντηση στην απορία μου, πώς μπορεί ένας Ελληνας να πάει στη Ρώμη και να μην ψωνίσει τίποτα για να μη βαρύνει τη βαλίτσα του. Η απάντηση είναι «δεν μπορεί». Κι αυτό οδηγεί σε απίθανες μεταμφιέσεις στον δρόμο του γυρισμού.

Δεν υπάρχει τίποτε δωρεάν

Στην καμπίνα έχει ζέστη. «Κορακιάσαμε!», κάνει ο Ελληνας δίπλα μου. Με το που βγαίνουν τα τρόλεϊ με τα αναψυκτικά, τον βλέπω που αναθαρρεί. «One water!», λέει στον αεροσυνοδό σε άψογα ελληνοαγγλικά. Εκείνος του δίνει ένα μπουκαλάκι. «Τhree euros», του λέει.
Με το μπουκαλάκι στο χέρι, ο άνδρας μένει στήλη άλατος. «Τρία;», λέει και μετά ακολουθεί μια χυδαιότητα που σε κάνει να εύχεσαι ο αεροσυνοδός να μη μιλάει ελληνικά. «Τι λέει ρε ο φίλος;», συνεχίζει ο Ελληνας, «τρία λίτρα νερό θα έπαιρνα στην Ελλάδα με τρία γιούρο». Ο αεροσυνοδός τον κοιτάζει. «Three euros», ξαναλέει παγερά.

Η επανάσταση καταστέλλεται

Ο άνδρας βγάζει ένα πεντάευρο και πριν καν βάλει στην τσέπη του τα ρέστα, πίνει με λύσσα το νερό. Στην τελευταία σταγόνα, «το "Ζαγόρι" είναι καλύτερο», τον ακούω που λέει μεσ' απ' τα δόντια του.
Αυτός είναι ένας ακόμη τρόπος να αυξηθούν τα κέρδη της RyanAir. Μέσα στο αεροπλάνο δεν υπάρχει τίποτα δωρεάν – το 2010 σκέφτηκαν μήπως χρεώσουν 1 ευρώ την επίσκεψη στις τουαλέτες! Τώρα ο καφές κάνει τρία ευρώ και το σάντουιτς πεντέμισι. Αλλά, βέβαια, οι βετεράνοι των πτήσεων χαμηλού κόστους έχουν πάρει τα μέτρα τους.
Το «κριτς κριτς» δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή πίσω μου. Ενας νεαρός Ιταλός τρώει φιστίκια με επικάλυψη καραμέλας. «Nuts from Rome!», μου λέει καθώς το «κριτς κριτς» συνεχίζεται κι εγώ τον κοιτάζω δολοφονικά.

«Μaybe you want some?».

kathimerini.gr
athensmagazine.gr

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Καλό σου ταξίδι

Λουης (Λουι) Τικας – το ρεπορταζ



Είμαστε οι πρώτοι έλληνες δημοσιογραφοι που πατήσαμε το δημοσιογραφικό ποδαράκι μας στο Λάντλοου, είδαμε τον τόπο της θυσίας του Λούη Τίκα, όσο ξέρω. Το ταξίδι έγινε (μαζί με το φωτογράφο Γνωμοδότη), το υλικό για το άρθρο συγκεντρώθηκε, χάρη στο αδέλφι μου, που χρόνια μου έλεγε πως πρέπει να πάμε στον τόπο αυτό, “να μαθουμε περισσότερα για τον Τίκα”, και στον αγαπητό Μιχάλη του Ιστολογίου, που τον καιρό που βγαζαμε τις διαδρομές, αναρωτιόταν Ποιός Θυμάται το Λούη Τίκα. Ύστερα, το άρθρο βρήκε σπίτι χάρη στον αγαπημένο μου φίλο, το Γιάννη – fight club- Τσαούση, που έγινε και κυριακάτικος και έντυπος με το SMS, το περιοδικό της κυριακάτικης SportDay, και μας χώρεσε δίπλα σε άλλη εκλεκτή παρέα πάλι (ευτυχείς συναντήσεις, συμπτώσεις και διαδρομές – ναι, υπάρχει Θεός!).
Τα κόκκινα τριαντάφυλλα (θα δεις) παιδευτήκαμε λίγο να τα βρούμε – μα στο τέλος, τα πήγαμε του Λούη και του είπαμε πως είναι από μας, από το Γίγα και από το Μιχάλη.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αυτή την Κυριακή, 29 Ιουνίου 2008, στο SMS της SportDay.
“Κανείς δεν άκουγε. Κανείς δε νοιαζόταν. Και ύστερα ήρθε το Λάντλοου και το έθνος άκουσε. Μωρά που ψήνονται ζωντανά βρίσκουν μια θέση στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Οι θάνατοι από πείνα και κακουχίες όχι.”
Μητέρα Τζόουνς
Το Τρινιδάδ, στα σύνορα της Γιούτας με το Νέο Μεξικό, είναι μια πόλη κοιμισμένη, άνευρη. Το τοπίο αδιάφορο, αν όχι άσχημο και η φτώχεια εμφανής. Η μικρή πόλη μοιάζει να ζωντανεύει στο τέλος του Ιουνίου, όταν υποδέχεται ένα ετερόκλητο πλήθος από όλη την Αμερική. Εργάτες, καθηγητές πανεπιστημίου, δημοσιογράφοι, έμποροι, μαζεύονται για να τιμήσουν τη μνήμη του Λούη Τίκα και των συν αυτώ μαρτύρων του αμερικάνικου εργατικού κινήματος, που έπεσαν θύματα αυτής που ονομάστηκε “Η Σφαγή του Λάντλοου” και ήταν το αποκορύφωμα των “Πολέμων των Λιγνιτωρυχείων” της περιόδου 1914- 1915.
Το όνομά του δεν ήταν Λούης Τίκας, αλλά Ηλίας Σπαντιδάκης. Το συνηθίζουν οι Ηλίες να το κάνουν “Λούι” στην Αμερική. Είχε αποβιβαστεί στην Νέα Υόρκη το Μάρτιο του 1906. Ψάχνοντας δουλειά, μετά από ένα εξάμηνο κατέληξε στο Κολοράντο. Ήταν φωτεινός άνδρας, δυνατός, με εμφανή την ακμή των 30 του χρόνων. Η γυναίκα που ο Λούης φώναζε “Μάνα” στην ξενιτιά, η θρυλική Μητέρα Τζόουνς, μίλησε για αυτή του τη λεβεντιά, είπε πως, αν συναντούσες τον “Λούη τον Έλληνα” δεν επρόκειτο ποτέ να τον ξεχάσεις. Ο Λούης αρχικά ανοίγει ένα καφενείο στο Κολοράντο ―στέκι της ελληνικής παροικίας. Σύντομα το έκλεισε και κατέβηκε προς το νότο να βρει δουλειά.
Το νότιο Κολοράντο εκείνη την εποχή περνούσε από το άγριο Ουέστ στη βιομηχανική εποχή. Έλληνες, Ιταλοί, Σλάβοι, Μεξικανοί, Κινέζοι, Γιαπωνέζοι οδηγούνταν ομαδικά στο Τρινιδάδ. Οι δουλέμποροι τους πουλούσαν υποσχέσεις για τη γη της επαγγελίας και ύστερα τους έφερναν να πεθάνουν στα ανθρακωρυχεία του Ροκφέλερ.
Τα ορυχεία, οι συνθήκες υγιεινής, ζωής και δουλειάς ήταν άθλιες. Οι ανθρώπινες ζωές δε μετρούσαν. Όσοι πατούσαν εκεί το πόδι τους, γίνονταν κτήμα της εταιρίας. Οι μικρές “πόλεις” που βρίσκονταν κοντά στα ορυχεία, ήταν και αυτές της εταιρίας ―μία ακόμη υπενθύμιση των δεσμών τους. «Ο Ροκφέλερ έβγαζε από παντού. Δεν τους πλήρωνε με κανονικά χρήματα, αλλά με δικά του, αυτά που ονομάζονταν “σκριπ”, και ήταν ένα είδος κουπόνια που μπορούσες να χρησιμοποιήσεις μόνο στα δικά του μαγαζιά, όπου οι τιμές ήταν βέβαια πολύ υψηλότερες. Σε ένα τέτοιο μαγαζί δούλευε και ο παππούς μου», λέει ο Ντέηβιντ Μέησον, που διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο Σπρινγκς. Από τους ανθρώπους που πάντα βρίσκονται παρόντες στο μνημόσυνο του Λούη, ο καθηγητής Μέισον απαθανάτισε σε ένα μοναδικό, επικών διαστάσεων ποίημα την ιστορία του “Πολέμου των Δέκα Ημερών” του Κολοράντο.
Πληγωμένος ακόμη από όσα συνέβησαν τότε, αναζητεί την ταυτότητα της Αμερικής σε γεγονότα όπως αυτά του Λάντλοου, βλέπει εκεί την ψυχή της. Μας τον συστήνει ο Φρανκ Μάνινγκ. Ο τραγουδοποιός που έγραψε το βραβευμένο φολκ τραγούδι για το Λούη Τίκα. Ο Φρανκ μας έχει υιοθετήσει. Έλληνες που έρχονται ως εδώ για να βρουν τα ίχνη του Λούη είναι δικοί του άνθρωποι, λέει. Μας πάει στο Τρινιδάδ με το αμάξι του, οδηγεί εφτά ώρες γεμάτες πήγαινε έλα. Μας βρίσκει ανθοπωλείο – ένα τριαντάφυλλο για κάθε φίλο που το ζήτησε. Φέρνει κρασί να κεραστεί ο Λούης. «Πάντα του φέρνω ελληνικό, να πιούμε παρέα».
Έρχεται τρεις τέσσερις φορές το χρόνο. Μεγάλος, και αφού έγραψε το τραγούδι, έμαθε πως ήταν το αίμα που τον τραβούσε κατά εδώ. «Δε μίλησε ποτέ ο παπούς μου για όλα αυτά. Η αλήθεια είναι ότι, δε μίλησε και για τίποτε άλλο. Ήταν λιγόλογος και ο μόνος του φίλος ήταν από τους ανθρακωρύχους. Τον πατέρα μου, όμως, τον βάφτισε Λούη. Είχε πει κάποτε ότι Λούη λέγανε το φίλο του στα ορυχεία, στο Λάντλοου όπου είχε δουλέψει. Τίποτε άλλο δεν είπε. Ξέραμε ότι είχε ζήσει εκείνα τα γεγονότα, αλλά δεν μάθαμε ποτέ την δική του εκδοχή. Πέρασαν πολλά χρόνια για να βρω, μάλλον τυχαία, ποιός ήταν αυτός ο Λούης που έγινε αιτία να βαφτίσουν έτσι τον πατέρα μου, και να καταλάβω γιατί ο παππούς μου δεν ανοίχτηκε ποτέ, δεν μίλησε ποτέ, παρά μόνον με έναν, με εκείνον που είχε ζήσει την ιστορία». Οι δυό μαζί, μας διηγούνται την άλλη ιστορία της Αμερικής.
Πολλοί από όσους έφτασαν στα ορυχεία, έρχονταν για να σπάσουν απεργίες. Άλλοι το γνώριζαν, άλλοι όχι. Κατέληγαν να έχουν την ίδια άθλια μοίρα με τους εξεγερθέντες που είχαν έρθει να αντικαταστήσουν. Η απεργία και η εξέγερση γίνονταν γρήγορα και για κείνους η μόνη διέξοδος, εκτός αν πέρναγαν από την απέναντι πλευρά, γίνονταν σκυλιά των αφεντικών. Όλα ήταν ώριμα για την ανταρσία, αλλά τίποτε δεν μπορούσε να προχωρήσει λόγω της αδυναμίας συνεννόησης: οι περισσότεροι Ανθρακωρύχοι δεν γνώριζαν αγγλικά, μιλούσαν μόνο τη γλώσσα της πατρίδας τους. Τα Συνδικάτα δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν γιατί οι κοινότητές τους ήταν μικρές, κλειστές, στηρίζονταν στην εθνότητα και τη γλώσσα. Αυτά ήταν τα φράγματα που κατάφερε να ξεπεράσει ο Λούης Τίκας. Αφού στρατεύτηκε ο ίδιος στο Συνδικάτο, γύρω στο 1910, άρχισε να μιλάει με τους ανθρακωρύχους, όχι ως κάποιος σταλμένος από κάποιο αόρατο, μακρινό σωματείο, όχι ως ο ξένος επισκέπτης, ο καλοντυμένος με τα καθαρά νύχια, αλλά σαν ένας από αυτούς, που μοιραζόταν την ίδια μοίρα.
«Είχε ακουστεί ότι ήρθε ως απεργοσπάστης, αλλά είχε ακουστεί από τους εχθρούς του. Είχε πολλούς εχθρούς και μέσα στο Συνδικάτο ο Τίκας. Tους δημιουργούσε με τις θέσεις και το χαρακτήρα του. Θεωρούσε πως όποιος δεν έχει δουλέψει στα ορυχεία, δεν είχε θέση στο Συνδικάτο. Δεν τα πήγαινε καλά με τους επαγγελματίες εργατοπατέρες», λέει ο Ντέιβιντ Μέησον. Όπως δεν τα πήγαινε καλά και με τα αφεντικά. «Αν θες τη γνώμη μου, τον κατασυκοφάντησαν για να μειώσουν την προσφορά του». Δεν έχει σημασία. Τα έσωσε το βίωμα, η λαϊκή μνήμη, οι στίχοι του Γούντυ Γκάθρυ, τώρα και του Φρανκ Μάνινγκ. Ρωτάω και ένα ακόμη το Μέησον – διάβασα κάπου πως, ο Λούης ήθελε να εξαμερικανιστεί, απόδειξη πως έκοψε το μουστάκι. Δεν το έκανε γι’ αυτό, μου λέει. Το να κόψεις το μουστάκι σου «ήταν μια έξυπνη κίνηση, στα ορυχεία: εκεί, η σκόνη από το κάρβουνο κολλούσε πάνω στο μουστάκι και ήταν πολύ πιο δύσκολο να το καθαρίσεις ύστερα». Ο Λούης ήταν καθαρός, πάντα στην τρίχα, όπως επέβαλε τότε η πρακτική των συνδικάτων. Και ακόμη ήταν ευγενικός, ένας αληθινός τζέντλεμαν, λένε όσοι επιβίωσαν και τον θυμούνταν.
Τα πράγματα είχαν φτάσει στο Αμήν, το Σεπτέμβρη του 1913. Οι Ροκφέλερ, οι Λαμόντ, όλοι οι ιδιοκτήτες των κολαστηρίων, αρνήθηκαν στα Συνδικάτα τη βελτίωση των συνθηκών των εργατών, οι οποίοι ζητούσαν οκτάωρο, δικαίωμα να πληρώνονται με κανονικά χρήματα και να τους επιτρέπεται να πάνε στην πόλη, σε αληθινά μαγαζιά να ψωνίσουν, σε αληθινά σπίτια να μείνουν, και, βεβαίως, δικαίωμα στο συνδικαλίζεσθαι. Αρκεί να δεις τα αιτήματα για να καταλάβεις τις συνθήκες, λέει ο καθηγητής Μέησον.
Η άρνηση των αφεντικών οδήγησε σε απεργία των εργατών. Εκδικούμενοι, οι ιδιοκτήτες χρησιμοποίησαν τον ιδιωτικό τους στρατό, αποτελούμενο από μισθοφόρους των Πίνκερτον, των Μπάλντουιν Φελτς και άλλους μπράβους, για να πετάξουν τους ανθρακωρύχους και τις οικογένειές τους έξω από τους καταυλισμούς και τις παράγκες της εταιρίας. Οι απεργοί, πάνω από 13.000 σύνολο, βρήκαν καταφύγιο σε σκηνές που τους διέθεσε το Συνδικάτο. Στο Λάντλοου στήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους καταυλισμούς, για πάνω από 1200 ανθρώπους. Ηγετικές φυσιογνωμίες ήταν ο Λούης και ο Τζων Λώσον. Ο Λώσον συνομιλούσε με την εργοδοσία, ο Λούης γνώριζε τα αιτήματα των εργατών, ζούσε μαζί τους, τους εμψύχωνε.
Οι εταιρίες απάντησαν φέρνοντας περισσότερους μπράβους, περισσότερα όπλα και ένα τεθωρακισμένο με τέσσερα οπλοπολυβόλα, που οι εργάτες ονόμασαν “Τραίνο του Θανάτου” (Death Special). Οι απεργοί αποφάσισαν να εξοπλιστούν. Άρχισαν αραιές ανταλλαγές πυροβολισμών. Στόχος των αφεντικών ήταν η επέμβαση της εθνοφρουράς του Κολοράντο. Είχαν βρει τον άνθρωπό τους στο πρόσωπο του υπολοχαγού Καρλ Λίντερφελτ, ο οποίος πήγε στο Λάντλοου δήθεν για να εξακριβώσει τις συνθήκες, αλλ’ αντ’ αυτού ετέθη επικεφαλής των μισθοφόρων. Ο Λίντερφελντ ήθελε τη σύγκρουση γιατί την ήθελαν οι ιδιοκτήτες, οι οποίοι πλήρωναν καλά ―ήταν ο μόνος τρόπος να κατεβάσουν ως εκεί την εθνοφρουρά και να πνίξουν την εξέγερση στο αίμα.
Οι απεργοί δεν κατάλαβαν από την αρχή το ρόλο της εθνοφρουράς. Πίστεψαν ότι μπορεί να τους βοηθούσε, να έβαζε τέλος στις συμπλοκές. Δεν γνώριζαν ότι είχε κατεβεί με εντολή να συνεργαστεί με τους ιδιωτικούς στρατούς των ιδιοκτητών ούτε ότι εκείνοι είχαν πληρώσει τα έξοδά της. Ο Ροκφέλερ εξηγούσε αργότερα ότι, δεν τον ένοιαζε πόσες ζωές θα θυσιάζονταν για να τα κρατήσει ανοικτά τα ορυχεία του, παραδεχόμενος πως μόνον ο ίδιος είχε ξοδέψει πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια για να πολεμήσει την είσοδο των συνδικάτων σε αυτά.
Η 19η Απριλίου του 1914 ήταν Πασχαλιά, η μεγαλύτερη γιορτή για τους ξεριζωμένους Έλληνες ανθρακωρύχους. Πολωνοί, Ιταλοί, Μεξικανοί και Έλληνες γιόρταζαν μαζί, με χορούς, παιχνίδια μπέιζμπολ μεταξύ ανδρών και γυναικών και ψητά αρνιά ―κλεμμένα από παραδίπλα. Η γιορτή, που συνεχίστηκε και την επομένη όπως απαιτεί το έθιμο, εκνεύρισε τους μισθοφόρους των αφεντικών. Ο Πατ Χάμροκ και ο Λίντερφελτ, οι ουσιαστικοί επικεφαλής του ιδιωτικού στρατού του Ροκφέλερ, διάλεξαν Πάσχα να σκορπίσουν το θάνατο. Ειδικά του Τίκα του τα είχαν πολλά μαζεμένα και ο Λίντερφελντ έψαχνε τρόπο να τον ξεφορτωθεί.
Νωρίς το πρωί, κάλεσαν το Λούη και του ζήτησαν να τους παραδώσει έναν απεργό. Όχι Έλληνα ―Ιταλό. Ενδεικτικό της επιρροής του Λούη και πέρα από την ελληνική κοινότητα. Ο Τίκας αρνήθηκε, αφού δεν είχαν ένταλμα. Άρχισαν οι απειλές και οι απεργοί έβγαλαν τα όπλα τους, να δείξουν ότι δεν αποδέχονται την παράδοση του συντρόφου τους. Οι μισθοφόροι του Ροκφέλερ γύρισαν στο κτίριό τους ―μόλις αυτοί ήταν ασφαλείς, άρχισαν τα οπλοπολυβόλα να κροταλίζουν, αφήνοντας νεκρούς και τραυματίες μες στις σκηνές που είχαν γίνει σουρωτήρι. Πρώτος στόχος ο καταυλισμός. Πασχαλιάτικα, πέφταν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο, βλέπαν τα παιδιά τους να σκοτώνονται, προσπαθώντας να ξεφύγουν προς τους λόφους. Η Εθνοφρουρά προέλαυνε προς τον καταυλισμό πυροβολώντας ―οι απεργοί προσπαθούσαν να τους κρατήσουν πίσω απαντώντας στα πυρά. Τα πιο πολλά γυναικόπαιδα κατάφεραν να ξεφύγουν μακριά από την Εθνοφρουρά χάρη σε ένα περαστικό τρένο, που χώρισε για λίγη ώρα τα δύο στρατόπεδα. Όμως, κάποιες οικογένειες είχαν καθηλωθεί από τους πυροβολισμούς και τα οπλοπολυβόλα. Κατέφυγαν σε ορύγματα και κελάρια που είχαν σκάψει όταν εμφανίστηκε ο “Θάνατος” στον καταυλισμό. Δυο μητέρες και ένδεκα παιδιά πέθαναν από ασφυξία σε ένα από αυτά τα κελάρια ―ανάμεσα τους η γυναίκα και τα παιδιά του Τσάρλυ Κόστα, που δολοφονήθηκε και εκείνος μόλις η Εθνοφρουρά μπήκε στον καταυλισμό.
«Ο Λούης Τίκας δέχθηκε καταιγισμό πυρών, την ώρα που προσπαθούσε να οδηγήσει τα γυναικόπαιδα σε μέρος ασφαλές», θα γράψει, στα απομνημονεύματά της, η Μητέρα Τζόουνς. Δεν ήταν ακριβώς έτσι. Όντως, ο Λούης προσπάθησε να βοηθήσει όσους μπορούσε. Βγήκε ζωντανός από τη μάχη, παραμένοντας από τους τελευταίους στον καταυλισμό, εμψυχώνοντας, προσπαθώντας να γλιτώσει όσους γινόταν. Όταν η εθνοφρουρά μπήκε μέσα και παρέδωσε τις σκηνές στις φλόγες, τον πιάσαν ζωντανό. Τον παρέδωσαν στον υπολοχαγό Λίντερφελτ. Τον υποχρεώσαν να γονατίσει. Ο Λίντερφελτ του έσπασε το κρανίο με τον υποκόπανο του όπλου του. Μετά, τον πυροβόλησαν πισώπλατα. Άφησαν την σορό του επί τρεις μέρες μες στον ήλιο, σε σημείο που να φαίνεται από τα περαστικά τρένα. Δίπλα οι σοροί δύο ακόμη μελών του Συνδικάτου. Ο Λίντερφελντ δέχθηκε να τους “αποσύρει” μόνο μετά από επίμονα παράπονα της εταιρίας σιδηροδρόμων.
Μετά την σφαγή του Λάντλοου, οι υπόλοιποι απεργοί του νότιου Κολοράντο, εξοργισμένοι, παίρνουν το νόμο στα χέρια τους. Επιδίδονται σε καταστροφές, πυρκαγιές και ανατινάξεις, κρατώντας την περιοχή επί δεκαήμερο, έως ότου φθάνουν ομοσπονδιακοί στρατιώτες και η απεργία καταλύεται. Ο Ροκφέλερ έχει νικήσει, αλλά δύσκολα μπορεί να πανηγυρίσει την νίκη του: όχι τόσο επειδή αναγκάζεται να αναγνωρίσει το συνδικάτο και να δώσει κάποιες στοιχειώδεις παροχές στους ανθρακωρύχος, όσο επειδή η δημόσια κατακραυγή για την σφαγή στιγμάτισε το όνομα του και τις επιχειρήσεις του για πολύ καιρό.

αναδημοσίευση από

Λουης (Λουι) Τικας – το ρεπορταζ

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

«Βία κατά εκπροσώπων του λαού: 50 χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη»

     Εκθέσεις:    

«Βία κατά εκπροσώπων του λαού: 50 χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη»
«Κρήτη, 1866-1913: πορεία προς την Ένωση»


«Βία κατά εκπροσώπων του λαού: 50 χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη»

Τo Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία παρουσιάζει την έκθεση με τίτλο «Βία κατά εκπροσώπων του λαού: 50 χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη» στον εκθεσιακό χώρο του Ιδρύματος της Βουλής, επί της λεωφόρου Αμαλίας 14.
Η έκθεση η οποία εγκαινιάστηκε την Τρίτη 18 Ιουνίου 2013 από τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, κ. Ευάγγελο-Βασίλειο Μεϊμαράκη, θα διαρκέσει έως τις 7 Απριλίου 2014.
Μέσα από ψηφιακές αναπαραγωγές φωτογραφιών, εφημερίδων, περιοδικών, επιστολών, χειρόγραφων σημειώσεων, έργων τέχνης αλλά και κινηματογραφικών έργων, η έκθεση παρουσιάζει τη βίαιη επίθεση εναντίον δύο εκπροσώπων του ελληνικού λαού, του Γρηγόρη Λαμπράκη και του Γιώργη Τσαρουχά, το βράδυ της 22ας Μαΐου 1963 στη Θεσσαλονίκη. Αποτυπώνονται η ζωή και η δράση των δύο βουλευτών της ΕΔΑ∙ τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη και ο θάνατος του Λαμπράκη πέντε μέρες αργότερα το αποτύπωμά τους στον Τύπο των ημερών ∙ η λογοτεχνική, εικαστική και κινηματογραφική προσέγγιση των συμβάντων και της σημασίας τους, τότε και μέχρι τις μέρες μας.
Τα τεκμήρια της έκθεσης προέρχονται από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής, τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, το Μουσείο Μαραθώνιου Δρόμου, το Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, το Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, το Μουσείο-Αρχείο ΕΡΤ, τα αρχεία Καίτης Τσαρουχά, Παύλου Δελαπόρτα και Μίκη Θεοδωράκη καθώς και από άλλους φορείς και ιδιώτες.